τετραθεϊσμός

τετραθεϊσμός
ο, Ν
εκκλ. χριστιανική αίρεση σύμφωνα με τη διδασκαλία τής οποίας εκτός από τα πρόσωπα τής Αγίας Τριάδας, που λαμβάνονται χωρισμένα το ένα από το άλλο, υπάρχει και τέταρτη υπόσταση, η κοινή ουσία τών τριών άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetratheism < τετρ(α)-* + -θεϊσμός (< θεός + κατάλ. -ισμός*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετραθεΐα — ἡ, Μ το να παραδέχεται κανείς ότι υπάρχει και τέταρτη θεότητα, τετραθεϊσμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + θεΐα (< θεος < θεός), πρβλ. τρι θεΐα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”