- τετραθεϊσμός
- ο, Νεκκλ. χριστιανική αίρεση σύμφωνα με τη διδασκαλία τής οποίας εκτός από τα πρόσωπα τής Αγίας Τριάδας, που λαμβάνονται χωρισμένα το ένα από το άλλο, υπάρχει και τέταρτη υπόσταση, η κοινή ουσία τών τριών άλλων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetratheism < τετρ(α)-* + -θεϊσμός (< θεός + κατάλ. -ισμός*)].
Dictionary of Greek. 2013.